- στηθοκοπιέμαι
- στηθοκοπ(ι)ούμαι см. στηθοδέρνομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στηθοκοπιέμαι — Ν βλ. στηθοκοπούμαι … Dictionary of Greek
στηθοκοπιέμαι — χτυπώ το στήθος μου από την απόγνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δερνοκοπιέμαι — κόπτομαι, θρηνώ, χτυπώ τα στήθια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρνω + κοπιέμαι < κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. στηθοκοπιέμαι)] … Dictionary of Greek
στηθοδέρνομαι — Ν θρηνώ και χτυπώ το στήθος μου, στηθοκοπιέμαι («εστηθοδάρθηκεν ομπρός, κι αποκείς αρχινίζει», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
στηθοκοπούμαι — και στηθοκοπιέμαι και στηθοκοπιούμαι, έομαι, Ν χτυπώ το στήθος μου από θλίψη ή από απελπισία, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κοπούμαι / κοπιέμαι (< κόπος*), πρβλ. ξυλο κοπούμαι] … Dictionary of Greek
στηθοχτυπιέμαι — και στηθοχτυπιούμαι, έομαι, Ν στηθοκοπιέμαι … Dictionary of Greek
τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… … Dictionary of Greek